- υπομνηματογραφώ
- -έω, Α [ὑπομνηματογράφος]1. ασκώ το έργο τού υπομνηματογράφου2. αναγράφω λεπτομερώς3. γράφω αναφορά για ένα θέμα4. μέσ. ὑπομνηματογραφοῡμαι, -έομαι(αποθ.) γράφω υπόμνημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπομνηματογράφῳ — ὑπομνηματόγραφος memoir writers masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)